RED22

«22:22». Κοίταξε το ρολόϊ. Ήταν απ’ τις σπάνιες φορές που κατάλαβε τί είδε, πριν τραβήξει το βλέμμα της βιαστικά, μακριά απ’ τα ψηφία. Για κάποιο λόγο, συνέδεσε τους συγκεκριμένους αριθμούς με το χρώμα των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων που μύριζαν “υπό”. Καθώς και μιαν άσβεστη ανάμνηση απότομης αιματικής ροής στον εγκέφαλο. Το λεγόμενο Red Out.
«Αύριο, δεν θα υπάρχει κυκλοφορία», έκοψε τον άνηχο ειρμό της, η αμιξάριστη φωνή της υπαλλήλου του μετρό. Οι πόρτες άνοιξαν. Μπήκε. Επόμενη στάση, …

Ο Μάρκος ήταν περίεργος. Δεν κολλούσε με την παρέα. Μικρός, ήταν ένα γλυκό, παχουλό αγόρι που έφτιαχνε υποτιθέμενους ηλεκτρονικούς υπολογιστές από φελιζόλ και προγραμμάτιζε το μέλλον μαζί με την τότε κολλητή του. Αργότερα, στην ώριμη εφηβεία του, εξελίχθηκε σε αντικείμενο πόθου.. κι ας μην το είχε καταλάβει. Μερικά κορίτσια μετέφραζαν το πέρασμά του σε κινηματογραφική σεκάνς αργής κίνησης. Προτιμούσε τα αποσιωπητικά, αλλά, κατά βάθος, ένοιωθε ότι έσπαζε τους φραγμούς του, όταν χρησιμοποιούσε τελείες στις αινιγματικές φράσεις του. Δεν τον βλέπαμε συχνά. Είχε βγάλει το όνομα ότι ήταν ο δύσκολος που δεν έδινε δεκάρα για τα θηλυκά. Ήταν όμως απ’ αυτούς που την επόμενη μέρα, τηλεφωνούσε και προσκαλούσε σε ινδικό, σπιτικό γεύμα. Κι αυτό τελικά ήταν που τρόμαζε τις γυναίκες, απ’ ότι η κλασσική εξαφάνιση, μετά την περιστασιακή γνωριμία. Τα χέρια του δεν ήταν σαν τα σκίτσα του Botticelli, ούτε είχαν γοητευτικά χαραγμένα, ρούνικα σημία, σε tattoo. Είχε νύχια βρώμικα, απ’ τις δουλειές στο χωράφι και το κοντομάνικο της απογευματινής βόλτας, ήταν λιωμένο, αλλά πάντα καθαρό. Εξέπεμπε, ας πούμε, έναν αβίαστο ερωτισμό ευγενείας. Αλλόκοτος άνθρωπος. Τον ζήλευα νομίζω. Και ποιός δεν τον ζήλευε..;

  • Πού ήσουν;, αναρωτήθηκα.
    Λοιπόν;.. Δεν θα μού απαντήσεις;

    Ούτε ψέμματα δεν θα μού πεις, τουλάχιστον;
  • Καλύτερα να μην ξέρεις., μού απάντησα κοφτά.
  • Το τί είναι καλό, είναι υποκειμενικό για τον καθένα.
  • Μπορείς να το αλλάξεις αυτό, σε παρακαλώ;; Πιάσε βραχέα.

Ο ήχος απέδρασε στο τελευταίο άγγιγμα της λεπίδας. Και μάλιστα διογκώθηκε μέσα στον χώρο που φυλάκιζε το μέσον διάδοσής του. Μύριζε χώμα. Χώμα ξερό και βασανισμένο από τον ήλιο. Χώμα που χρωμάτιζε τον χρόνο της διαδρομής πάνω στο φθαρμένο δέρμα. Ειδικά όταν συντονιζόταν με όσες ακτίνες τολμούσαν να διεισδύσουν μέσα από την λήθη της υγρής επιφάνειας.
Η λεμονάδα, λένε, δροσίζει. Φρεσκάρει την μνήμη και παγώνει τον χρόνο που βαφτίζει τις νέες γνωριμίες. Χώμα είχε και στον επάνω όροφο. Τον ακριβή αρχιτεκτονικό όρο, δεν τον θυμάμαι, αλλά ήταν επάνω, στον γυναικωνίτη, λίγο πριν την Ρωμαϊκή Πύλη. Τελικά απεδήχθη ότι πιστεύαμε στον ίδιο θεό, εγώ κι ο φύλακας. Έφτασε να μού ζητήσει και συγγνώμη. Δεν χρειάστηκε να συνεχίσουμε κάποια συζήτηση. Χρειάστηκε όμως να γυρίσω το βλέμμα μου προς τον Erkan. Να κοιτάξω πίσω και να τολμήσω να αθετήσω την υπόσχεσή μου. Να ρισκάρω να χάσω ό,τι είχαμε προλάβει να χτίσουμε σ’ αυτές τις λίγες ώρες. Να προδώσω την άρρητη αδελφότητα και να σώσω το τομάρι μου για την εγωιστική μου ανάγκη απόκτησης μιας περαιτέρω ανάμνησης. Μιας ματιάς που δεν θα σταματήσει να με ακολουθεί. Δεν γνωρίζω τί απέγινε. Κάποια σερβιτόρα που γνώρισα σε ένα πέρασμά μου από την Τζέντα, φορούσε ένα μαντήλι που έμοιαζε με το δικό του. Δεν τόλμησα να ρωτήσω. Δεν τόλμησα να απελευθερώσω ούτε μια ανάσα. Κόμπιασα. Πάγωσα. Ίδρωσα. Κάρφωσα το βλέμμα μου στα πανέμορφα μάτια της και ξεροκατάπια. Για δευτερόλεπτα, μείναμε παγωμένοι κι οι δύο. Ένα κοινό μυστικό. Κι ένα κοινό ερωτηματικό. «Μια μπύρα», είπα τελικά, με δήθεν σιγουριά. «Εβέτ», απάντησε κοφτά. Δεν γινόταν να ανταλλάξουμε κανένα άλλο στοιχείο επικοινωνίας εκεί που ήμασταν. Απ’ ότι έμαθα, ήταν κόρη του Τούρκου κουρέα που ήταν απ’ τα πιο έμπιστα πρόσωπα της κοινότητας. Είχα μάλιστα το θράσος να πάω στο μαγαζί του για μια γρήγορη επαγγελματική επίσκεψη. Ήθελα να αντικρύσω από κοντά, τα μάτια που είχαν πουλήσει στον αδερφό μου, μια δόση κενού. Μια δόση σύντομης αποκοπής. Θα έπρεπε να νοιώθω τυχερός που συνάντησα αυτά τα μάτια που δεν δίστασαν να βάλουν ίσα κι όμοια έναν ήρωα με κάθε κατακάθι και δειλό που έμοιαζε με το είδωλό μου στον καθρέφτη. Τελικά έφυγα. Δεν άντεξα τόση υποκρισία. Ευτυχώς βρήκα γνωστούς γνωστών που θα έφευγαν πριν ξημερώσει. Το τζιπ έτριζε στην πίσω δεξιά ρόδα, αλλά, όπως με πληροφόρησε ο συνοδηγός, ήταν σκληρό καρύδι και είχε αντέξει πολλές δοκιμασίες. Το κυριότερο ήταν πως ήταν το τέλειο καμουφλάζ για το πέρασμα των συνόρων. Με τόση λάσπη στο εξωτερικό του, κανείς δεν θα μπορούσε να μαντέψει τον άρτιο εξοπλισμό του εσωτερικού. Λαμβάναμε ένα καθαρότατο σήμα των εντολών που δίνονταν στα στρατόπεδα που έβαζε, κάθε φορά, στο μάτι ο κοκκινομάλλης οδηγός. Ίσως και νά ‘ταν μια καινούργια φυλακή, το όχημα που βρέθηκε να με σώζει από την ενοχή της προδοσίας. Τουλάχιστον, όμως, είχα αρπάξει την ευκαιρία να εξιλεωθώ μέσα από, ποιός ξέρει, ό,τι καινούργιο που θα μού έριχνε ο αδίστακτος θεός Ήλιος. Η ζέστη της ημέρας και το κρύο της νύχτας, είχαν πάψει να με τρομάζουν. Είχαν γίνει ένα νέο στρώμα στο μελαμψό μου δέρμα. Κάποτε με φώναζαν Amir και είχα διαπρέψει στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης. Σπούδαζα σύνθεση με υποτροφία. Δεν είχα την πολυτέλεια της αποτυχίας. Με μεγάλωσε και με ζούσε μια πολυμελής οικογένεια τραπεζικών υπαλλήλων. Αφού αποφοίτησα, συνέχισα τις σπουδές μου στο Λονδίνο. Εκεί, έβγαζα το χαρτζηλίκι μου, κάποιες φορές παίζοντας αρμόνιο σε private party σε σπίτια ηθοποιών που μύριζαν αρωματικά στικ, κι άλλες φορές ξεναγούσα μελλοντικούς, ανίδεους φοιτητές, πετώντας τους υπονοούμενα για το χάλι του κολλεγίου, μπας και γλιτώσουν από το άθλιο μωβ που είχαν χρωματίσει τις ενδιάμεσες πόρτες και όποιον ήχο περνούσε μέσα απ’ αυτές. Ποτέ μου όμως δεν σταμάτησε να με πονάει το γεγονός ότι η Τεχεράνη είχε γίνει ένας απαγορευμένος προσωπικός προορισμός. Σχεδιάζα την πορεία επιστροφής μου, μόνο ως γραφική παράσταση που απελευθερωνόταν μέσα από ήχους βιολιών και άρπας. Ήχοι, άλλοτε σαν νέκταρ, κι άλλοτε σαν εκκωφαντικές σιωπές. Σαν κραυγές φυλακισμένες που ξεσπούσαν με επώδυνα reverb.
Το διαβατήριό μου το φυλούσα στην αριστερή μπότα. Είχα προσθέσει διπλό πάτο όταν είχα συναντήσει τυχαία τον βοσκό. Κάπου. Δεν θυμάμαι ακριβώς πού. Αυτό που θυμάμαι ήταν ο ήχος από το αεροπλάνο που πέρασε ξαφνικά και έσκισε τον ουρανό. Πόσο θά ‘θελα να πιαστώ απ’ την λευκή γραμμή που σχημάτισε και να γλιστρήσω σε ένα άλλο τοπίο. Σε κάποια άλλη πραγματικότητα απ’ αυτή που έκανε την σπονδυλική μου στήλη να ανατριχιάζει και τα μάτια μου να δακρύζουν. Απ’ αυτή που έφραζε τον λάρυγγά μου και έσφιγγε τα χείλη μου με αποδοκιμασία και απογοήτευση. Με μια αίσθηση προδοσίας του ίδιου μου του εαυτού.
Αυτό που άρπαξα, τελικά, ήταν μια χούφτα χώμα, γδέρνοντας επιβλητικά την παλάμη μου στις πέτρες και τ’ αγκάθια. Και το χώμα βράχηκε. Ή, μάλλον, το αίμα στέγνωσε(;). Δεν έχει σημασία. Έτσι κι αλλιώς, το μείγμα ήταν ένα. Κι αποτυπωμένο πλέον σε όσες ανάσες με είχαν οδηγήσει να συνειδητοποιήσω την ίδια μου την υπόσταση. Ο βοσκός δεν έβγαλε άχνα. Με κοιτούσε υπομονετικά. Με σεβασμό και καλοσύνη. Έπιασε το χέρι μου και μού σκούπισε το ματωμένο χώμα, με το μαντήλι του. Ύστερα μού φίλησε την παλάμη στην πληγή και μού χάϊδεψε το πρόσωπο, παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά μου με ένα βλέμμα τόσο καθαρό, που μόνο η μητέρα μου θα μπορούσε να μού είχε χαρίσει, τις πρώτες στιγμές που θα με είχε βγάλει στο φως και θα με κρατούσε στην αγκαλιά της. Μόλις τα μάτια του βοσκού συνάντησαν τα δικά μου, τρόμαξα και ντράπηκα. Αισθάνθηκα πως έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη για κάτι. Όχι απαραίτητα από αυτόν. Αλλά, από τον ίδιο μου τον εαυτό. Τόσο καθαρό ήταν το βλέμμα του. Μια όαση με διαυγές νερό που ξεδιψούσε την ψυχή σου.
Το βράδυ κοιμηθήκαμε με την ζέστη της φωτιάς. Το πρωΐ έφυγα χωρίς να του πω αντίο. Τού άφησα όμως την θήκη του καπνού μου. Τού είχε κάνει εντύπωση και είχε τα ίδια χρώματα με το μαντήλι του. Από τότε, δεν ξανακάπνισα. Την τελευταία μου τζούρα την έκανα μόλις γύρισα να δω αν όντως κοιμόταν. Μα εκείνη την στιγμή, άνοιξε τα μάτια του. Ξαναγύρισα το βλέμμα μου, ένοχα, μπροστά. Έσβησα το τσιγάρο και χάραξα το όνομά μου στο χώμα. Είχε σταματήσει να φυσάει. Σηκώθηκα, πήρα τον σάκο μου και άρχισα να ακούω την φωνή της να μού εξομολογείται όσα έζησε, όσο τα βήματά μου χάραζαν το μονοπάτι της επιστροφής μου προς σ’ αυτήν.

Κοντεύοντας να φτάσω, ένοιωσα για κάποιες στιγμές ένα οικείο αίσθημα. Και είχα συνειδητοποιήσει πως ο κωδικός του τραύματος, δεν ήταν 22:22 τελικά, αλλά 22.05. Προλάβαινα ακόμη να αποφύγω το Red Out. Κι όποια παγίδα θα μού έστηνε ο HAL. Όχι όμως τον Βυθό. Αυτόν όχι. Ποτέ δεν τον αποφεύγεις. Πώς αλλιώς θα έχεις την ευκαιρία να εκτινάξεις το κάθισμα;

Ακόμα…

Black Out.

thoughts released
from a sustained + decayed attack
by anna  stereopoulou ~
february 22nd, 2017


Exercise Cope Snapper 2002

U.S. Air Force photo by SSgt. Jeremy T. Lock (released)